Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

charter plane


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο charter παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: plane
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
charter n (organizational document)καταστατικό ουσ ουδ
  καταστατικός χάρτης επίθ + ουσ αρσ
 The club's charter was written by the founding members.
 Το καταστατικό του συλλόγου γράφτηκε από τα ιδρυτικά μέλη.
charter n (authorization document)καταστατικό ουσ ουδ
 A charter has been signed which authorizes the association to establish a new branch.
charter n as adj (boat, trip, etc.: chartered)μισθωμένος μτχ πρκ
  ναυλωμένος μτχ πρκ
  (πτήση)τσάρτερ επίθ άκλ
 The sports team hired a charter plane to take them to the match.
charter [sth] vtr (hire: vehicle, boat)ναυλώνω ρ μ
  μισθώνω ρ μ
  νοικιάζω ρ μ
 John chartered a boat for a fishing trip.
 Ο Τζον ναύλωσε ένα σκάφος για μια εκδρομή για ψάρεμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
charter n (privilege)δικαίωμα ουσ ουδ
  προνόμιο ουσ ουδ
charter n as adj (school: that was chartered)μη διαθέσιμη μετάφραση
 A new charter school will open next year.
charter [sth] vtr (grant charter to [sth])ιδρύω με καταστατικό περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
boat charter n (act of hiring a water craft)ενοικίαση βάρκας περίφρ
  ενοικίαση σκάφους περίφρ
Σχόλιο: Η απόδοση εξαρτάται από το είδος του σκάφους και μπορεί να τροποποιηθεί κατά περίπτωση.
boat charter n (rental of a water craft)ενοικίαση βάρκας περίφρ
  ενοικίαση σκάφους περίφρ
Σχόλιο: Η απόδοση εξαρτάται από το είδος του σκάφους και μπορεί να τροποποιηθεί κατά περίπτωση.
charter flight n (privately-hired plane ride)ναυλωμένη πτήση, ιδιωτική πτήση φρ ως ουσ θηλ
  πτήση με ιδιωτικό αεροπλάνο φρ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: τσάρτερ: ξενικό, άκλιτο
 The businessman didn't have time to wait for the scheduled flight, so he got his assistant to organize a charter flight.
charter flight n (seasonal plane route)πτήση τσάρτερ φρ ως ουσ θηλ
 The tour company offers charter flights between Pristina and Verona.
charter member n (founding member)ιδρυτικό μέλος ουσ ουδ
 Geraldine was a charter member of the organization.
charter school n US (publicly funded autonomous school)ημι-ιδιωτικό σχολείο περίφρ
Σχόλιο: δεν υπάρχει αντιστοιχία
 Many charter schools have a better curriculum than public schools.
railroad charter n US (authorization to operate a train company)ναύλωση σιδηροδρόμου φρ ως ουσ θηλ
royal charter n (authorization by the monarchy)βασιλικό διάταγμα επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση charter plane στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «charter plane».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!